- ἀμεταθέτου
- ἀμετάθετοςunalterablemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμετάθετος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετακινείται, αμετατόπιστος: Ο πίνακας αυτός χρόνια τώρα είναι αμετάθετος. 2. (για υπαλλήλους), αυτός που μένει στη θέση του: Όλα του τα χρόνια υπηρέτησε αμετάθετος στον τόπο του. 3. το ουδ. ως ουσ., το αμετάθετο η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)